- ανεμπαίζω
- κ. ανα- (Μ ἀνεμπαίζω)1. εμπαίζω, περιγελώπαροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ' η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους)2. εξαπατώ.
Dictionary of Greek. 2013.