ανεμπαίζω

ανεμπαίζω
κ. ανα- (Μ ἀνεμπαίζω)
1. εμπαίζω, περιγελώ
παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ' η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους)
2. εξαπατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμπαίζω — βλ. ανεμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + εμπαίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”